- μητρώος
- -α, -ο (ΑΜ μητρῷος, -ῴα, -ον)αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώοκατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον οποίο εγγράφονται πολίτες τού ενός ή και τών δύο φύλων για λόγους δημόσιου συμφέροντος2. φρ. α) «στρατολογικό μητρώο» — κατάλογος αρρένων πολιτών ο οποίος τηρείται στα κατά τόπους στρατολογικά γραφεία και στον οποίο εγγράφονται οι στρατεύσιμοι πολίτεςβ) «ποινικό μητρώο» — κατάλογος ο οποίος τηρείται στις κατά τόπους δικαστικές αρχές ή στο υπουργείο Δικαιοσύνης για τους άγνωστης διαμονής και τους γεννημένους στην αλλοδαπή, στον οποίο εγγράφονται όσοι έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, για πλημμέλημα ή κακούργημα ή, προκειμένου για ανηλίκους, όσοι έχουν υποστεί περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα ή έχουν απαλλαγεί ως ακαταλόγιστοιγ) «φορολογικό μητρώο» — κατάλογος τών φορολογουμένων ο οποίος τηρείται από τις αρμόδιες οικονομικές εφορίες με στοιχεία για κάθε φορολογούμενοδ) «έχει λερωμένο το μητρώο του» — έχει ύποπτο παρελθόναρχ.1. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μητρῷονα) ο ναός τής Δήμητροςβ) το ιερό τής μητέρας τών θεών Κυβέληςγ) στον πληθ. τὰ Μητρῷαi) η λατρεία τής Κυβέληςii) η μουσική που παιζόταν προς τιμήν τής Κυβέλης2. (το αρχ. ως κύριο όν.) ο Μητρῷοςονομασία μήνα στη Βιθυνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρως, γεν. μήτρω-ος + κατάλ. -ιος (πρβλ. πατρῷος < πάτρως). Είναι χαρακτηριστικό ότι το επίθ. που θα αναμενόταν για να δηλώσει ό,τι ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα, δηλ. το επίθ. μήτρ-ιος, δεν μαρτυρείται. Στη θέση του εμφανίζεται το μητρῷος, που παράγεται από το θέμα τής λ. μήτρως «αδελφός ή πατέρας τής μητέρας» και όχι από το θέμα της λέξης μήτηρ (*μήτριος). Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει το πρότυπο μιας πατριαρχικής κοινωνίας, που δεν αναγνώριζε στη μητέρα τα ίδια δικαιώματα με τον πατέρα. Το επίθ. *μήτριος απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ομο-μήτριος)].
Dictionary of Greek. 2013.